- εώ
- (I)(ΑΜ ἐῶ, -άω και επικ. τ. εἰῶ)νεοελλ.(μόνο η προστ. ως ναυτ. παράγγελμα) έαάφηνε, χαλάρωνεμσν.-αρχ.αφήνω, καταλείπω, παραχωρώ κάτι σε κάποιον («Κρέοντί τε θρόνους ἐᾱσθαι», Σοφ.)αρχ.1. αφήνω, επιτρέπω, δεν εμποδίζω, συγχωρώ («ἐᾱν δ' ἄκλαυτον, ἄταφον», Σοφ.)2. παραχωρώ, αποδέχομαι, συμφωνώ3. (με άρνηση) δεν επιτρέπω, κρατώ μακριά, εμποδίζω, απαγορεύω4. πείθω ή συμβουλεύω κάποιον να μην κάνει κάτι («οὐκ ἐῶντος ὀργίζεσθαι», Θουκ.)5. αφήνω κάτι ή κάποιον, παραιτούμαι, παραλείπω, αδιαφορώ, εγκαταλείπω, αμελώ («ἐᾱν Θηβαίους», Ηρόδ.)6. φρ. «ἐῶ χαίρειν» — αφήνω κάτι, αφήνω να πάει στο καλό, αφήνω γειά σε κάποιον ή σε κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποτεθεί θ. *(σ)εFα- που συνδέεται με αρχ. ινδ. savi- στο savi-tar- (πρβλ. ενεστ. suvati «κινώ, ωθώ») και ίσως με λατ. sinō «αφήνω, επιτρέπω»].————————(II)(Μ ἐώ)βλ. εγώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού εγώ*, που απαντά σε βυζαντινές παροιμίες και σε νεοελλ. ιδιώματα].
Dictionary of Greek. 2013.